πατερημά

πατερημά
και πατερμά, τα
συχνές και αδιάλειπτες προσευχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την αρχική φρ. τής Κυριακής Προσευχής «Πάτερ ἡμῶν»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πάτερ ημών — το η Κυριακή προσευχή· στον πληθ. πατερημά, τα προσευχή γενικά: Κάνε τα πατερημά σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”